- συνδικαλίζομαι
- συνδικαλίστηκα, συνδικαλισμένος, παίρνω μέρος στο συνδικαλισμό: Φοβάται μην τον απολύσουν από την εργασία του, γιατί συνδικαλίζεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.