συνδικαλίζομαι

συνδικαλίζομαι
συνδικαλίστηκα, συνδικαλισμένος, παίρνω μέρος στο συνδικαλισμό: Φοβάται μην τον απολύσουν από την εργασία του, γιατί συνδικαλίζεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνδικαλίζομαι — συνδικαλίζομαι, συνδικαλίστηκα, συνδικαλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνδικαλίζομαι — Ν 1. ανήκω σε συνδικάτο 2. ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, συμμετέχω σε συνδικαλιστικό κίνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνδικαλ ισμός (βλ. λ. συνδικαλισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”